- ἤγομεν
- ἄγωleadimperf ind act 1st pl (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπολιτεύομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. συμπολιτεύω Α [συμπολίτης] νεοελλ. 1. ανήκω στην συμπολίτευση 2. (για νόμους ή θεσμούς) ισχύω παράλληλα με άλλον μσν. αρχ. 1. είμαι μέλος τής ίδιας πολιτείας, ανήκω στην ίδια πολιτεία με άλλον 2. είμαι στενά συνδεδεμένος αρχ. 1 … Dictionary of Greek